Ἀκρατοπότης

Ἀκρατοπότης
Ἀκρατοπότης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακρατοπότης — (I) ἀκρατοπότης, ο (Α) αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + πότης. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι]. (II) ο (Μ ἀκρατοπότης) αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + πότης. ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ἀκρατοπότης — ἀκρᾱτοπότης , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc nom sg ἀ̱κρατοπότης , ἀκρατοποτέω drink neat wine imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρατοποτέω drink neat wine imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκρατοποτῶν — Ἀκρατοπότης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκρατοπότην — Ἀκρατοπότης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρητοπότην — ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρατοποσία — (I) ἀκρατοποσία, η (Α) [ἀκρατοπότης Ι] το να πίνει κανείς άκρατο, ανόθευτο κρασί. (II) η [ακρατοπότης ΙΙ] ασυγκράτητη, υπερβολική οινοποσία …   Dictionary of Greek

  • ακρατοποτώ — (I) ἀκρατοποτῶ ( έω) (Α) πίνω άκρατο, ανόθευτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατοπότης κατά το οἰνοπότης > οἰνοποτῶ]. (II) ἀκρατοποτῶ ( έω) (Μ) [ἀκρατοπότης ΙΙ] πίνω ασυγκράτητα, υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ἀκρατοπόται — ἀκρᾱτοπόται , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc nom/voc pl ἀκρᾱτοπότᾱͅ , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκρατοπότας — Ἀκρατοπότᾱς , Ἀκρατοπότης masc acc pl Ἀκρατοπότᾱς , Ἀκρατοπότης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρατοπότας — ἀκρᾱτοπότᾱς , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc acc pl ἀκρᾱτοπότᾱς , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”